top of page
nameEL.gif

ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ (part 2)

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Γ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ

ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ

( βλ. διαφ. 22)

Α. Μη ομιλητική επικοινωνία.

Πέρα από την λεκτική έκφραση των σκέψεών μας και των επιχειρημάτων μας , υπάρχουν και στοιχεία στην επικοινωνία που εκφράζονται από την στάση του σώματός μας , την μιμική του προσώπου μας, τον τόνο της φωνής μας.

Στοιχεία που συνοδεύουν συνήθως αρμονικά τα λεγόμενά μας, που όμως κάποιες φορές μπορεί να έρχονται και σε αντίθεση με αυτά , εκφράζοντας , χωρίς να το θέλουμε συναισθήματα που θα θέλαμε να μείνουνε κρυφά. Είναι αυτό που ονομάζουμε μη ομιλητική επικοινωνία.

Γενικότερα θα λέγαμε ότι στην μη ομιλητική επικοινωνία περιλαμβάνονται όλα αυτά που με τον ένα ή άλλον τρόπο μας εκφράζουν πέρα από την ομιλία.

Ακόμα και το ντύσιμό μας , το περπάτημα, ο τόνος της φωνής μας και αυτή ακόμα η χειραψία αποτελούν σημειολογικά στοιχεία έκφρασης ψυχολογικών χαρακτηριστικών , καμιά φορά συνειδητών , πολλές φορές όμως ασυνείδητων.

Το ντύσιμό μας όταν είναι χαρακτηριστικό , μας κατατάσσει ήδη σε κοινωνικές ομάδες. Ο νικητής περπατάει με το κεφάλι ψηλά , ο ηττημένος σκυφτός με το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους του.

Το άτομο που πιστεύει στον εαυτό του δεν χρειάζεται να κάνει το παγώνι , εκφράζεται ήρεμα και σε κυττάει στα μάτια. Η υπερβολή συχνά σημαίνει προσπάθεια να αντιρροπίσει ανασφάλεια.

Το ίδιο ισχύει και για την χειραψία. Όλοι θα έχουμε διαβάσει για τον τρόπο χειραψίας του προέδρου Τράμπ.

Προσωπικά μπορώ να σας διαβεβαιώσω για την παθητική χειραψία , χωρίς κάν να κλείνουν την παλάμη, ασθενικών και αβέβαιων χαρακτήρων.

Για όλα αυτά θα μπορούσε κανείς να αναφέρει δεκάδες παραδείγματα και να γράψει πλήθος σελίδων.

Εδώ θα αναφερθούμε συνοπτικά σε δύο μη ομιλητικές εκφράσεις του ψυχισμού μας που είαι

α. η γλώσσα του σώματος και

β. ο τόνος της φωνής

α. η γλώσσα του σώματος

Αυτό που εκφράζουμε με το σώμα μας είναι τις περισσότερες φορές ασυνείδητο.

Ας φανταστούμε έναν ομιλητή που συνοδεύει τα λεγόμενά του με κινήσεις των χεριών του, λάμψη στα μάτια και κινήσεις του κορμιού του ανάλογα με αυτά που θέλει να τονίσει στην ομιλία του. Σε αυτή την περίπτωση ο ομιλητής αυτός θα προκαλέσει το ενδιαφέρον των ακροατών του , άσχετα με το περιεχόμενο της ομιλίας του ή την ικανότητά τους να την καταλάβουν.

Ας φανταστούμε και το αντίθετο. Έναν ομιλητή που μιλάει για το ίδιο σχατικά περίπλοκο θέμα , που όμως δεν συνοδεύει την ομιλία του από κινητικές εκφράσεις και ο τόνος της φωνής του παραμένει σταθερά μονότονοςς. Οι ακροατές του ομιλητή αυτού γρήγορα θα κουραστούν και θα εγκαταλείψουν και την προσπάθεια κατανόησης του περιεχομένου της..

Η αρμονική σχέση ομιλητικής και σωματικής έκφρασης , αυξάνει την πιθανότητα να αποδεχθούν οι ακροατές το περιεχόμενο μιας ομιλίας , στην αντίθετη περίπτωση , θα χάσει ένα τμήμα της πειστικότητάς της.

Εάν μάλιστα η σωματική έκφραση , με κύριο στοιχείο την μιμική του προσώπου, φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τα λεγόμενα, η πιθανότητα να εκληφθούν ως μη αληθινά αυτά , είναι πού μεγάλη,

Στην περίπτωση των διαπραγματεύσεων, τα μη ομιλητικά στοιχεία της επικοινωνίας μας μπορούν να συνεισφέρουν στην ενδυνάμωση και πειστικότητα των επιχειρημάτων μας.

Στιγμιαίες εκφράσεις , λανθασμένες στάσεις του σώματος μπορούν να προσδώσουν διαφορετική σημασία σε αυτά,

Οι συχνότερες συνειδητές εκφράσεις των διαθέσεών μας γίνονται με το κεφάλι, προς τα κάτω όταν συμφωνούμε , προς τα πάνω όταν διαφωνούμε. Αυτό μεταξύ ελλήνων, γιατί στον υπόλοιπο κόσμο η άρνηση εκφράζεται με κίνηση της κεφαλής αριστερά – δεξιά.

Ακόμα , το σκύψιμο του σώματος προς τον ομιλητή προσδίδει ενδιαφέρον, ενώ η απομάκρυνση προς την πλάτη του καθίσματος μπορεί να εκφράζει ανακούφιση αλλά και κούραση.

Βέβαια , ο καθρέπτης της ψυχής μας είναι το πρόσωπό μας.

Το συνοφρυωμένο μέτωπο , με το ελαφρύ κλείσιμο των ματιών ή ακόμα και η πρόταξη των χειλιών , συνοδευόμενα από ένα ευθύ βλέμμα στα μάτια του συνομιλητή δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σκέψη.

Τράβηγμα των χειλιών σε ένα κρύο χαμόγελο χωρίς την συνοδευτική λάμψη των ματιών δείχνει απλά αμηχανία και ανασφάλεια.

β. ο τόνος της φωνής

Ενώ οι περισσότεροι από εμάς θα προσέξουμε γενικά την εξωτερική μας εμφάνιση, που είναι ιδιαίτερα προσεγμένη στον κόσμο της επιχειρηματικότητας, κάτι που σπάνια δίνει κάποιος προσοχή είναι ο τόνος της φωνής του.

Όπως γράφει όμως ένας συγγραφέας, ο τόνος της φωνής μας είναι η προσωπική μας κάρτα. Όλοι γνωρίζουμε ότι η πρώτη εντύπωση , ιδιαίτερα σε άτομα που δεν γνωρίζονται , είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα κτιστεί η επικοινωνία.

Μια θετική πρώτη εντύπωση θα προξενήσει το ενδιαφέρον του συνομιλητή μας. Σε αυτό θα συμβάλλει σημαντικά και ο τόνος της φωνής μας. Όχι τόσο το περιεχόμενο , το οποίο έτσι και αλλιώς σε πρώτη φάση μιας συνομιλίας είναι συνήθως ουδέτερο, αλλά ο τόνος της φωνής μας θα επηρεάσει θετικά ή αρνητικά την πρώτη εντύπωση.

Θα έλεγε, βέβαια, κανείς ότι ο τόνος της φωνής είναι κάτι καθορισμένο από την φύση και είναι πού δύσκολο να αλλάξει. Αυτό δεν ισχύει. Θα έχουμε ίσως παρατηρήσει πως αλλάζει ανάλογα με την ψυχική μας διάθεση. Ακόμα και μέσα από ασκήσεις θα μπορούσαμε να επηρεάσουμε σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα έκφρασής μας.

Στη περίπτωση μιας διαπραγμάτευσης , ο τόνος της φωνής μας θα πρέπει να είναι ήρεμος , σίγουρος, χωρίς δισταγμούς και κομπιάσματα και να ακτινοβολεί δύναμη.

Με τέτοια χαρακτηριστικά θα έχουμε περισσότερες πιθανότητες θετικής εικόνας απέναντι στον συνομιλητή μας.

Συνοψίζοντας , η μη ομιλητική επικοινωνία μέσα από την γλώσσα του σώματος όσο και με τον τόνο της φωνής μας είναι απαραίτητα στηρίγματα στην όποια επικοινωνία μας και ιδιαίτερα στη περίπτωση μιας διαπραγμάτευσης.

Αρμονική σχέση μεταξύ ομιλητικής και μη ομιλητικής επικοινωνίας , όπως και ηρεμία , αίσθημα ασφάλειας και ελεγχόμενη ένταση στον τόνο της φωνής μας έχουν ως απαραίτητη προϋπόθεση την ψυχική μας ηρεμία και αυτοπεποίθηση, έκφραση της σχέσης εμπιστοσύνης με τον εαυτό μας.

Πέρα από τις πάρα πάνω γενικότητες , για μια, κατά το δυνατόν επιτυχημένη διαπραγμάτευση , θα πρέπει τεχνικά να:

1. Προετοιμαζόμαστε – πέρα από τα τεχνικά στοιχεία – καλά ψυχολογικά, καθρεπτίζοντας τη γενικότερη κατάστασή μας. Δεν αισθανόμαστε κουρασμένοι, ανασφαλείς και οι ψυχικές μας λειτουργίες είναι σε εγρήγορση.

2. Προσπαθούμε να είμαστε αρχικά φιλικοί.

Η διαπραγμάτευση δεν είναι πόλεμος. Εάν έχουμε την αίσθηση ότι πάμε σε πόλεμο, τότε αναπόφευκτα κάποια αρνητικά συναισθήματα (επιθετικότητα, θυμός, ανασφάλεια) ίσως αρχίσουν αν δημιουργούνται στο υποσυνείδητο κάνοντας το έδαφος των επιχειρημάτων γλιστερό.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν ένας συμπεριφέρεται με κάποιο τρόπο, περιμένει ανάλογη συμπεριφορά και από τον άλλο.

Για παράδειγμα, ο επιθετικός, θα περιμένει αντεπίθεση. Εάν εμείς κάνουμε ένα βήμα πίσω, παρατηρήσουμε τον άλλο και αντιδράσουμε φιλικά και με ευγένεια, τότε είναι πολύ πιθανό η επιθετικότητά του να ξεφουσκώσει.

Μία ψυχοθεραπεύτρια αναφέρει σχετικά: «Δε θα δώσω σε κανέναν διάδρομο για να προσγειώσει επάνω μου το αεροπλάνο με το θυμό του».

Καλό είναι να παραμείνουμε ήρεμοι, ευγενικοί και χαμογελαστοί.

Με την ηρεμία και την ευγένεια, δύσκολα θα διατηρήσει ο άλλος την επιθετική συμπεριφορά του. Με το χαμόγελο μάλιστα, είναι ένα τρόπος να του «δείξουμε τα δόντια μας», όπως είπε κάποιος.

Καλό είναι, από την άλλη πλευρά, εάν είμαστε εμείς οι τύποι που λειτουργούμε επιθετικά και έχουμε απέναντί μας κάποιον σαν και αυτόν που περιγράψαμε, να μη πιστεύουμε ότι αυτός το κάνει από αδυναμία.

3. Σεβόμαστε τα συναισθήματα του άλλου.

Ας προσπαθήσουμε να δεχτούμε και να κατανοήσουμε τα συναισθήματα του άλλου. Ακόμα και αν έρχονται σε σύγκρουση με τα δικά μας. Έτσι, θα του δείξουμε ότι τον παίρνουμε στα σοβαρά και έχουμε πραγματικό ενδιαφέρον για την επικοινωνία μας.

Όταν δείξουμε στον συνομιλητή μας ότι τον κατανοούμε ή τουλάχιστον προσπαθούμε πραγματικά, τότε υπάρχουν πολλές πιθανότητες ότι αυτός θα παραιτηθεί από την συμπεριφορά του και η επικοινωνία θα περάσει στο επίπεδο της αλληλοκατανόησης.

4. Να μη ρίχνουμε λάδι στη φωτιά.

Όταν ο άλλος έχει την τάση να προβοκάρει τη συζήτηση με κυνικές παρατηρήσεις, ειρωνείες, υποτιμητικές εκφράσεις ή άλλες δυσάρεστες παρατηρήσεις, καλό είναι να μην απαντάμε στο ίδιο επίπεδο. Ακόμα, δε χρειάζεται να τον διακόψουμε, ας τον αφήσουμε να εκτονώσει όλο το θυμικό του.

Τότε, ας ρίξουμε την ένταση και ας απαντήσουμε ήρεμα και επί της ουσίας, χωρίς να αλλάξουμε την τοποθέτησή μας.

Όπως κάνει ο ταυρομάχος με τον ταύρο. Αυτός φωνάζει, προβοκάρει, κτλ. περιμένει μια αντίστοιχη συμπεριφορά από εμάς.

Η αντίδρασή μας θα πρέπει να είναι να μιλήσουμε για το γιατί της επιθετικής συμπεριφοράς και όχι να πέσουμε και εμείς στην παγίδα να αντιδράσουμε με τον ίδιο τρόπο. Αυτό δε θα οδηγήσει πουθενά. Εάν χρειαστεί να βάλουμε και εμείς μία φωνή, τότε ας το κάνουμε σαν μέρος της στρατηγικής μας, χωρίς συναισθηματική επένδυση.

5. Δε βιαζόμαστε να απαντήσουμε.

Επιτρέπουμε στον εαυτό μας να σκεφθεί πριν απαντήσει. Ο χρόνος αυτός είναι αναγκαίος για να ζυγίσουμε την κατάσταση και να αντιδράσουμε στοχευμένα.

Δεν εντυπωσιάζουμε τον άλλον εάν βιαζόμαστε να απαντήσουμε πριν τελειώσει ο άλλος την σκέψη του. Εκτός του ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να κάνουμε λάθος εκτίμηση, άρα και λάθος απάντηση, όταν κάποιος το κάνει αυτό με εμάς, καλό είναι να σκεφτούμε ότι δε μας ακούει, αλλά βιάζεται να πει αυτό που έχει αυτός στο μυαλό του.

Σε ιδιαίτερα σημαντικές περιπτώσεις, δεν κάνει κακό να αναβάλουμε την απάντησή μας για κάποια άλλη ώρα ή μέρα αφού συσκεφτούμε πρώτα με τον εαυτό μας.

6. Εάν δεν είμαστε σίγουροι, είναι καλύτερα να κάνουμε μία διευκρινιστική ερώτηση παρά να βασίσουμε την απάντησή μας σε μία πιθανόν εσφαλμένη υπόθεση.

Ακόμα, μια εσφαλμένη υπόθεση εκ μέρους μας μπορεί να ανοίξει νέο κύκλο επικοινωνίας και να μας εκτροχιάσει από το θέμα μας. Ρωτώντας, κερδίζουμε χρόνο και προσοχή από τον άλλο. Μπορούμε ακόμα, να θέσουμε σε ερώτημα και τη δική μας άποψη σε μία προσπάθεια να δημιουργήσουμε μία πιο φιλική ατμόσφαιρα. Στη συνέχεια θα ξετυλίξουμε τα επιχειρήματά μας που κατά την γνώμη μας θα στηρίξουν και θα ισχυροποιήσουν την άποψή μας.

7. Ο άλλος δεν σκέφτεται όπως θα θέλαμε εμείς.

Στην διαπραγμάτευση με κάποιον θα πρέπει να κρατάμε μια συναισθηματική απόσταση και να παρατηρούμε τον άλλον σαν θεατές. Αυτό που συμβαίνει συχνά όμως, είναι να προβάλλουμε στον άλλον μια αναμενόμενη συμπεριφορά, η οποία θα εκφράσει είτε τις επιθυμίες μας, είτε τους φόβους μας. Μία τέτοια συναισθηματική τοποθέτηση όμως θα θολώσει την κριτική μας ικανότητα, αφού τις περισσότερες φορές δε θα ανταποκριθεί στις δικές μας προσδοκίες. Αυτό μπορεί να μας αγχώσει, να μας δημιουργήσει ανασφάλεια, γενικότερα να μας επηρεάσει αρνητικά.

8. Δε χρειάζεται να υψώνουμε τη φωνή μας, να φωνάζουμε.

Τα επιχειρήματά μας δε θα γίνουν περισσότερο πειστικά εάν αρχίσουμε να φωνάζουμε. Οι πραγματικά κυριαρχικές προσωπικότητες δεν έχουν ανάγκη κραυγών αλλά καλών επιχειρημάτων.

Η φωνή ασκεί μία πίεση στον άλλον, είναι μια μορφή βίας και το πιθανότερα αποτέλεσμα είναι ίσως να προκαλέσει άγχος ή φόβο στον άλλον, ιδιαίτερα εάν είναι ιεραρχικά κατώτερος.

Το άγχος και ο φόβος δεν είναι όμως ποτέ το καλύτερο πεδίο για μια ειλικρινή και δημιουργική συνεργασία.

Ακόμα και στην περίπτωση που είναι ο συνομιλητής μας αυτός που υψώνει τη φωνή του, τότε θα βοηθήσει σίγουρα περισσότερο εάν εμείς παραμείνουμε ήρεμοι και επί της ουσίας.

Στην περίπτωση που νοιώθουμε την ανάγκη να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας, τότε είναι καλύτερα να χρησιμοποιήσουμε εκφράσεις όπως «αυτό που λες μου δημιουργεί αυτό ή το άλλο συναίσθημα» παρά εκφράσεις όπως «με θυμώνει». Στη δεύτερη περίπτωση, ενοχοποιούμε άμεσα τον άλλον για τα δικά μας συναισθήματα. Τα δικά μας συναισθήματα όμως είναι δική μας υπόθεση, εξαρτώνται από τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι βιώνουμε και αντιδρούμε στο συγκεκριμένο ερέθισμα.

9. Ακούμε ενεργητικά.

Δείχνοντας ενδιαφέρον και προσοχή στα λεγόμενα του άλλου. Εάν δεν καταλάβουμε κάτι δε διστάζουμε να το ρωτήσουμε. Μία καλή μέθοδος είναι να επαναλάβουμε με δικά μας λόγια αυτά που είπε ο άλλος, ρωτώντας εάν αυτό είναι σωστό ή όχι. Αυτό, θα μας δώσει και χρόνο να σκεφθούμε τα δικά μας επιχειρήματα.

10. Φροντίζουμε να μη τσαλακώνουμε την προσωπικότητά του άλλου.

Υποτιμητικά, απαξιωτικά χαρακτηριστικά δεν χρειάζονται ούτε εάν έχουμε θριαμβεύσει σε μια διαπραγμάτευση και πολύ περισσότερα πριν ξεκινήσουμε μια τέτοια.

Ο συνομιλητής μας δεν πρόκειται να το ξεχάσει και εάν του δοθεί η ευκαιρία, το πιθανότερο είναι να επιδιώξει μία μικρή ή μεγάλη εκδίκηση. Ακόμα και εάν νοιώθουμε θριαμβευτές, δεν χρειάζεται να το επιδεικνύουμε. Τα γεγονότα το επιβεβαιώνουν και αυτό αρκεί.

Ας μη ξεχνάμε ότι πάντα υπάρχει η πιθανότητα να συναντήσουμε ξανά το ίδιο πρόσωπο σε μία άλλη διαπραγμάτευση και τότε καλό θα είναι ο άλλος να έχει μια καλή και όχι κακή ανάμνηση από εμάς.

11. Αποδεχόμαστε άμεσα τυχόν λάθη μας.

Δε βοηθάει να προσπαθούμε ώρες να καλύψουμε κάποιο λάθος μας, αφού στο τέλος αυτό θα αποκαλυφθεί.

Προσωπικότητες όμως που δεν ανέχονται λάθη για τον εαυτό τους ή βιώνουν την αποδοχή ενός λάθους σαν κατεδάφιση της εικόνας τους, έχουν την τάση να προσπαθούν να αποφύγουν την τραυματική εμπειρία της αποδοχής ενός λάθους, ακόμα και μέσα από ασυνείδητες διαδικασίες. Με το μηχανισμό της άρνησης ή της διάψευσης της πραγματικότητας.

Η άμεση αποδοχή του λάθους, συνοδευόμενη και από μια συγνώμη θα εκτονώσει το πιθανότερο την ένταση, η οποία στην αντίθετη περίπτωση θα ενισχυθεί με άγνωστα αποτελέσματα και επιπτώσεις. Αυτό που αποδέχεται τα λάθη του και μαθαίνει από αυτά είναι πολύ καλύτερος από τον ανεπίδευτο μαθήσεως, διότι το θετικό ενός λάθους είναι να μάθουμε από αυτό για να μην το επαναλάβουμε. Εξ΄ άλλου ουδείς αλάθητος.

12. Διαχωρίζουμε το πρόσωπο από το πρόβλημα.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η συναισθηματική φόρτιση ή συμμετοχή σε μία διαπραγμάτευση μπορεί να λειτουργήσει σαν αρνητικός καταλύτης στην καθαρότητα και πειστικότητα των δικών μας επιχειρημάτων. Εάν νοιώσουμε λοιπόν, ότι ο συνομιλητής μας, με τη συμπεριφορά του, μας φορτίζει αρνητικά, καλό είναι να κάνουμε ένα βήμα πίσω για να δούμε την ψυχοδυναμική της κατάστασης από κάποια απόσταση, σαν θεατές και όχι σαν συμμετέχοντες στο έργο. Έτσι, ίσως μπορέσουμε να φθάσουμε σε κάποια λύση διαχωρίζοντας το άτομο από τυχόν προβλήματα που προκύπτουν στην διαπραγμάτευση. Γιατί στα προβλήματα μπορεί κανείς να αλλάξει κάτι, στην προσωπικότητα του άλλου που μας φορτίζει, αυτό είναι αδύνατο.

Εάν έχουμε απέναντι μας κάποιον που χαρακτηρίζεται από

- Μη αποδοχή των λαθών του

- Υποτιμά συστηματικά τους άλλους

- Φωνάζει με το παραμικρό σε στόχο τον εκφοβισμό των άλλων

- Έχει τάσεις να ρίχνει λάδι στη φωτιά και να δημιουργεί εντάσεις

- Δε σέβεται το συνομιλητή του

- Πότε είναι εξαιρετικά φιλικός και πότε επικριτικός και υποτιμητικός

τότε, να είστε σίγουροι ότι έχετε απέναντί σας ένα ψυχοπαθή (μια διαταραχή της προσωπικότητας).

Σ΄ αυτό τον τύπο έχετε χάσει εάν προσπαθήσετε να κάνετε έκκληση στο φιλότιμό του ή στην κατανόησή τους ελπίζοντας ότι έτσι ίσως κερδίσετε κάτι για εσάς.

Η τελική συμπεριφορά του θα καθοριστεί από τις δικές του ανάγκες, ακόμα και αν αυτό θα μπορούσε να αποβεί εξαιρετικά επώδυνο για εσάς, τους φίλους του.

Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να αποφεύγουμε κάθε προσπάθεια επίκλησης επιχειρημάτων που θα περιέχουν ακόμα και στοιχεία συναισθηματικής προσδοκίας.

Το μόνο που μπορεί να μας ενώσει είναι να παραμείνουμε συναισθηματικά αμέτοχοι στα επί της ουσίας επιχειρήματά τους μέχρι ακαμψίας.

Μη ξεχνάμε ότι για τους αντικοινωνικούς τύπους αυτής της κατηγορίας η κοινωνία έχει θεσπίσει τους νόμους και τους αστυνόμους, όχι τους κοινωνικούς λειτουργούς.

Τελειώνοντας θα ήθελα να σημειώσω ότι υπάρχουν και άλλες κατηγοροποιήσεις των προσωπικοτήτων. Οι περισσότερες από αυτές – σχεδόν όλες – διακρίνουν τέσσερεις τύπους με παρόμοια , στην πλειονότητά τους, χαρακτηριστικά με αυτά που αναφέραμε στις συναντήσεις μας.+ΑΨ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Γ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ

ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Κάθε ένας από εμάς διαπραγματεύεται καθημερινά ένα πλήθος πραγμάτων, τις περισσότερες φορές, χωρίς να το συνειδητοποιεί. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι κάθε συζήτηση η οποία έχει σαν στόχο μια τελική συμφωνία, συνθέτει ένα είδος διαπραγμάτευσης άλλοτε άλλης σημασίας.

Αυτό συμβαίνει και στην ιδιωτική μας ζωή. Ακόμα και για το ποιο πρόγραμμα θα δούμε στην τηλεόραση, θα πρέπει συχνά να το διαπραγματευτούμε με τη γυναίκα μας, ποιό έργο θα δούμε, που θα πάμε να διασκεδάσουμε, κ.α. Στα μαγαζιά, όταν ζητήσουμε κάποια έκπτωση, με τον τεχνίτη για κάποια επισκευή. Όλες αυτές οι καθημερινές δραστηριότητες εμπεριέχουν ένα σενάριο διαπραγμάτευσης.

Εδώ θα έκανα και μια παρένθεση σαν ψυχίατρος: Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι ζευγάρια που μετά από φάσεις αγάπης χωρίζουν με το αιτιολογικό της ασυμφωνίας χαρακτήρων, στην ουσία δεν ήταν σε θέση να διαπραγματευτούν κοινούς στόχους. Παρ’ όλη την αρχική καλή τους πρόθεση, θα έλεγε κανείς ότι απέτυχαν στις «διαπραγματεύσεις» τους.

Πιστεύω ότι στην πράξη, πολύ λίγοι είναι αυτοί που έχουν πράγματι μια μεγάλη διαπραγματευτική ικανότητα. Μία τέτοια ικανότητα προϋποθέτει όχι μόνο εμπειρία ζωής, αλλά και μία καλά δομημένη προσωπικότητα με έλεγχο συναισθημάτων και γνώση του εαυτού του, των δικών του δυνατοτήτων και των δικών του αδυναμιών.

Σε κάθε περίπτωση, πέρα από τη γνώση του εαυτού τους, για μία καλή διαπραγμάτευση, ιδιαίτερα θετικό θα ήταν η ανίχνευση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και των αναγκών του άλλου, η αξιολόγηση και η ταξινόμησή τους. Κάτι τέτοιο θα διευκόλυνε την επικοινωνίας μας και θα μας προσανατόλιζε σε ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να οδηγήσουμε τη διαπραγμάτευση ανάλογα βέβαια και με τους δικούς μας στόχους.

Ανέφερα πάρα πάνω την ανάγκη ελέγχου των συναισθημάτων μας.

Στην ανθρώπινη επικοινωνία ή αν θέλετε ολόκληρη η φύση της συμπεριφοράς του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία σειρά συναισθηματικών επενδύσεων.

Η ενέργεια αυτή που διατηρεί τον άνθρωπο στη ζωή, του διαμορφώνει την επικοινωνία του με το περιβάλλον, του καθορίζει τους στόχους και τις στρατηγικές για την επίτευξή τους είναι συναισθηματική ενέργεια.

Κάθε τι που επενδύεται συναισθηματικά από ένα άτομο συνιστά, αυτό που λέμε στη ψυχιατρική, αντικείμενο συναισθηματικής επένδυσης.

Αυτή η συναισθηματική ενέργεια, επενδύεται, όπως θα δούμε, αρχικά στον ίδιο τον εαυτό μας (στους πρώτους μήνες), μετατίθεται σε δεύτερη φάση στα άτομα από τα οποία εξαρτάται η ζωή μας και αργότερα σε αντικείμενα του περιβάλλοντος αλλά και άλλα τα οποία εμείς οι ίδιοι, σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, διαμορφώνουμε στον εαυτό μας (όνειρα, προσδοκίες, στόχοι ζωής) μέσα από τις εμπειρίες και τα βιώματά μας. Στη διαδρομή αυτή των συναισθηματικών μας επενδύσεων κρατάμε σαν εντυπώματα στον ψυχισμό μας διάφορα στοιχεία που συνθέτουν τις βασικές δομές της προσωπικότητάς μας και του χαρακτήρα μας. Αυτά τα στοιχεία, πολλές φορές, ασυνείδητα καθορίζουν και την τελική έκφραση της συμπεριφοράς μας. Σε όσο πιο μικρή ηλικία χαράζονται τα εντυπώματα αυτά στον ψυχισμό μας, τόσο πιο καθοριστικά είναι για την διαμόρφωση της δομής του χαρακτήρα μας

Έτσι, τα αντικείμενα συναισθηματικής επένδυσης δεν είναι μόνο πρόσωπα, αλλά και καταστάσεις, ιδέες, προσδοκίες, κτλ.

Στην ουσία, κάθε διαπραγμάτευση, εφ’ όσον έχει κάποιο στόχο, συνιστά, σύμφωνα με τα παραπάνω και αντικείμενο συναισθηματικής επένδυσης.

Στόχος των συναντήσεών μας είναι η ευαισθητοποίηση πάνω στη διαμόρφωση κάποιων χαρακτηριστικών που συνθέτουν εκφράσεις διαφόρων μορφών προσωπικότητας. Η αναφορά μας σε αυτά, ίσως μας βοηθήσει να καθρεπτίσουμε και εμείς τον εαυτό μας έτσι ώστε να διευκολυνθεί και η διαπραγμάτευση μαζί του.

Μία καλή διαπραγμάτευση πιστεύω ότι ξεκινάει από τη γνώση του εαυτού μας, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την καθαρότητα της σκέψης, των στόχων και της στρατηγικής που θα ακολουθήσουμε.

Στην προσπάθειά μας αυτή θα αναφερθούμε:

- Στην περιγραφή των στοιχείων που συνθέτουν την έκφραση της συμπεριφοράς

- Στις φάσεις διαμόρφωσης της προσωπικότητας και τα χαρακτηριστικά τους

- Στις μορφές αποκλίνουσας συμπεριφοράς και στην περιγραφή των χαρακτηριστικών τους σε μια προσπάθεια τυποποίησης των βασικών χαρακτηριστικών των διαφόρων προσωπικοτήτων και

- Σε παραδείγματα αντίστοιχων συμπεριφορών έτσι ώστε να διευκολύνουμε την επικοινωνία μας μαζί τους που θα μας χρησιμεύσει σε τυχόν διαπραγματεύσεις.


Μια διαπραγμάτευση είναι σαν μία παρτίδα σκάκι. Η διαδικασία εξελίσσεται με κινήσεις από τις δύο πλευρές, βήμα – βήμα, μέχρι το τελικό αποτέλεσμα.

Η διαφορά είναι ότι στην διαπραγμάτευση δεν υπάρχει το ταμπλό πάνω στο οποίο θα γίνουν οι κινήσεις, αλλά το πεδίο πάνω στο οποίο θα παιχτεί το παιχνίδι , είναι στο μυαλό του κάθε ενός από τους συμμετέχοντες. Ετσι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την εικόνα που σχηματίζει για τον άλλον, εάν αυτή η εικόνα αντιστοιχεί και στις πραγματικές προθέσεις του. Εξ άλλου οι κινήσεις δεν είναι υποχρεωτικές.

Στόχος λοιπόν της ενασχόλησής μας με την ατομική ψυχολογία είναι να αποκτήσουμε κάποιες δυνατότητες πάρα πάνω , για να μπορέσουμε ίσως να διακρίνουμε κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του άλλου, αλλά και δικά μας, που θα μας βοηθήσουν να επηρεάσουμε θετικά για μας την εξέλιξη της διαδικασίας.

Μια διαπραγμάτευση συνίσταται από ένα πλήθος ερωτήσεων και ανταλλαγής απόψεων , σε διάφορα επίπεδα , τα οποία κάθε ένας από τους συμμετέχοντες τα βιώνει ανάλογα με την προσωπικότητά του διαφορετικά, λόγω της διαφορετικής συναισθηματικής επένδυσης και επεξεργασίας. Το διαφορετικό συναισθηματικό φίλτρο από τα οποία περνάει το ατομικό βίωμα. Ετσι ακόμα και αντικειμενικά στοιχεία , μπορεί να βιώνονται διαφορετικά. Ενώ δηλαδή , θεωρητικά, είναι εύκολο να διαπραγματευτεί κάποιος με την βοήθεια της λογικής, υπάρχουν συναισθηματικές αντιδράσεις που συχνά δεν μπορούμε να τις ελέγξουμε. Οι αντιδράσεις αυτές δεν είναι υποχρεωτικό να εκφρασθούν λεκτικά, αλλά είναι συχνά η γλώσσα του σώματος ή η αλλαγή του τόνου της φωνής που μπορούν να μας προδώσουν. Θα αναφερθούμε αργότερα και σ΄αυτά,

Ας πάρουμε για παράδειγμα τα ψυχολογικά tests.

Στα ψυχολογικά tests οι εικόνες είναι ίδιες για όλους. Παρ΄ όλα αυτά τα αποτελέσματα – οι ερμηνείες είναι για τον κάθε έναν διαφορετικά . Ανάλογα με τα δικά του ψυχολογικά φίλτρα ή αλλοιώς ανάλογα με την διαφορετική δομή της προσωπικότητάς του. Ότι συμβαίνει με τα ψυχολογικά testsσυμβαίνει και στη καθημερινότητα , ιδίως για καταστάσεις και φαινόμενα που επιδέχονται περισσότερες από μία ερμηνείες. Το ίδιο θα συμβαίνει και σε μια διαπραγμάτευση , όταν τα θέματα δεν είναι απόλυτα αντικειμενικοποιήσιμα, πράγμα που είναι ,μάλλον, σύνηθες γιατί τότε ίσως δεν θα χρειαζότανε και να διαπραγματευτούμε.


Για να μπορέσουμε να .αξιολογήσουμε και να ταξινομήσουμε τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου πρέπει να μπορούμε να την αναλύσουμε σε ορισμένα στοιχεία από τα οποία αποτελείται. Τα στοιχεία αυτά τα ονομάζουμε συνιστώσες της συμπεριφοράς ή ψυχικές λειτουργίες.

Η συμπεριφορά όμως ενός ανθρώπου έχει και εσωτερικά στοιχεία τα οποία δεν είμαστε σε θέση να τα παρατηρήσουμε, τουλάχιστον σε πρώτη φάση και αυτά είναι τα κίνητρα και οι μηχανισμοί άμυνας που χρησιμοποιεί το άτομο για να διαχειριστεί τις διάφορες καταστάσεις.

Έτσι, θα αναφερθούμε επιγραμματικά σε όλα αυτά με στόχο την ευαισθητοποίησή μας στην πολυπλοκότητα της συμπεριφερολογικής έκφρασης.


Η συμπεριφορά του ατόμου αποτελεί την ενιαία έκφραση του συνόλου των ψυχικών λειτουργιών. Για το λόγο αυτό για να είμαστε σε θέση να ακριβολογήσουμε στην παρατήρηση και αξιολόγηση της συμπεριφοράς του άλλου , είμαστε υποχρεωμένοι να αναλύσουμε την ενιαία αυτή έκφραση στις επιμέρους συνιστώσες της, να προσδιορίσουμε τη φυσιολογική τους λειτουργία και να γνωρίσουμε τις επιμέρους διαταραχές τους. Η λειτουργία αυτή ονομάζεται στη ψυχιατρική ,φαινομενολογία,παρατηρούμε δηλαδή αυτό που μας προσφέρει το άτομο φαινομενικά, άσχετα με τυχόν υπάρχουσες ασυνείδητες ορμές, ενορμήσεις κίνητρα κλπ. Οι ψυχικές λειτουργίες από τις οποίες γίνεται η σύνθεση της συμπεριφοράς λέγονται συνιστώσες της συμπεριφοράς. Η περιγραφή της φυσιολογικής λειτουργίας τους καθώς και των διαταραχών τους αποτελεί στη ψυχιατρική το κεφάλαιο της ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ.

Στη δική μας περίπτωση όμως δεν έχουμε, πρακτικά, να διαπραγματευτούμε με ψυχικά ασθενείς αλλά με τύπους προσωπικότητας στα ευρύτερα πλαίσια του αποδεκτά φυσιολογικού.

Ετσι κλείνοντας την εισαγωγή αυτή θα συνοψίζαμε ότι βασικά στοιχεία μιας διαπραγμάτευσης είναι:

- Γνώση του αντικειμένου και εμπειρία

- Λογικός συγκεκριμένος και συνεπής τρόπος σκέψης

- Ρητορική ικανότητα στη διαμόρφωση επιχειρημάτων ή στην τεχνική των ερωτήσεων

- Ψυχολογική κατανόηση , ικανότητα ακρόασης, γνώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού και ενσυναίσθηση ( προσπάθεια κατανόησης της συναισθηματικής κατάστασης του άλλου

Με αυτό το τελευταίο θα ασχοληθούμε, κυρίως , μαζί.



ψυχιατρικη στις διαπραγαματευσεισ

κεφαλαοι 2

οι συνιστωσεσ της συμπεριφορασ ( βλ. διαφ. 1)


Αναφερθήκαμε στη δυνατότητα παρατήρησης και αξιολόγησης της συμπεριφοράς του άλλου αλλά και του ίδιου του εαυτού μας.

Η συμπεριφορά δεν είναι κάτι το αφηρημένο και θολό αλλά εξαρτάται και αναλύεται στις συνιστώσες της που όπως είπαμε τις ονομάζουμε ψυχικές λειτουργίες.

Σε μια διαπραγμάτευση είναι απαραίτητη προϋπόθεση η καλή λειτουργικότητα των ψυχικών μας λειτουργιών , που όπως θα δούμε μπορούν να επηρεασθούν από διάφορους παράγοντες , συνειδητούς και ασυνείδητους.

Σ΄αυτές τις ψυχικές λειτουργίες θα αναφερθούμε πολύ περιληπτικά σήμερα.

Διαταραχές τους , για οποιονδήποτε λόγο, δεν συνθέτουν μόνο ψυχιατρικές εικόνες ( στη πιο παθολογική τους μορφή )αλλά μπορούν να επηρεάσουν , σε άλλοτε άλλο βαθμό, την επικοινωνία μας με τους άλλους αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό μας.

Ετσι θα αναφερθούμε στις έννοιες της συνείδησης , της προσοχής , της μνήμης , της σκέψης κ . α. που συνιστούν αυτό που είπαμε ψυχικές λειτουργίες ή συνιστώσες της συμπεριφοράς.


Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ


Η συνείδηση στην ψυχιατρική δεν έχει καμιά σχέση με τη χρησιμοποιούμενη έννοια της καθομιλουμένης αλλά αποτελεί στην ουσία το επίπεδο εγρήγορσης του ατόμου.

Με αυτή την έννοια , το συνειδησιακό επίπεδο επηρεάζεται τόσο από ψυχολογικούς παράγοντες ( κούραση, έλλειψη ενδιαφέροντος κ.λ.π. , όσο και από την χρήση ουσιών που επιδρούν στον ψυχισμό μας ( αγχολυτικά, ηρεμιστικά, αλκοόλ κ.λ.π.)


Η ΠΡΟΣΟΧΗ

Είναι η ψυχική λειτουργία με την οποία το άτομο εντάσσει χωροχρονικά ένα ερέθισμα στη συνείδηση του.

Είναι απαραίτητο εφόδιο στην επικοινωνία του ατόμου με το περιβάλλον. Μαζί με τη λειτουργία της αντίληψης θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ταξινόμησης και αξιολόγησης των ερεθισμάτων. Προϋπόθεση λειτουργίας της αποτελούν το καλό συνειδησιακό επίπεδο, η ικανότητα προσανατολισμού, η μνήμη κλπ; Διακρίνουμε δύο βασικές μορφές λειτουργίας της προσοχής:

την ενεργητική ή ηθελημένη, όταν το άτομο με πλήρη συνειδησιακή κάλυψη επικεντρώνει την προσοχή του σε κάποιο αντικείμενο, και

την αυτόματη ή παθητική, κατά την οποία η προσοχή του ατόμου φαίνεται να έλκεται παθητικά από τις ιδιότητες ερεθισμού ενός αντικειμένου.


Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Είναι η ψυχοαισθητηριακή λειτουργία με την. οποία γίνεται η οργάνωση και η ερμηνεία εξωτερικών ή εσωτερικών αντικειμένων σύμφωνα με τα αποτελέσματα της προηγούμενης εμπειρίας μας. Πρόκειται για μια δραστηριότητα που καλλιεργείται και αναπτύσσεται. Είναι διαδικασία ενεργητική και ολοκληρώνεται μόνο με την ενεργητική ανάπλαση του παρόντος από τα αποτελέσματα της εμπειρίας του παρελθόντος. Προϋποθέτει προηγούμενη εμπειρία , επηρεάζεται άμεσα από την ψυχολογική μας κατάσταση. Συναισθήματα , όπως άγχος, φόβος , αγωνία, ανασφάλεια κ.λ.π. είναι δυνατόν να παραμορφώσουν την αντικειμενικότητα της λειτουργίας. Π.χ. τα ψυχολογικά tests

Η ΜΝΗΜΗ

Είναι η ψυχική λειτουργία η οποία μας επιτρέπει να συγκρατούμε μέσα μας το παρελθόν μας και να το κινητοποιούμε όταν αυτό είναι αναγκαίο. Προϋποθέτει σε θεωρητική ανάλυση, ένα σύνολο άλλων λειτουργιών όπως η ικανότητα για αντίληψη, άσκηση, μάθηση, επαναδραστηριοποίηση, μετατροπή σε επίκαιρα στοιχεία του παρελθόντος, επαν-αναγνώριση, συσχετισμό εμπειριών, σύνθεση και γνώση κ.ο.κ.) μαζί με τη σκέψη και τη μάθηση ανήκει στις λεγόμενες γνωστικές λειτουργίες.


Η ΣΚΕΨΗ

Ο ορισμός της ψυχικής λειτουργίας της σκέψης είναι αρκετά δύσκολος και ασαφής, η σκέψη συχνά ταυτίζεται με τη νοημοσύνη. Βασικά, η σκέψη είναι η πολυπλοκότερη ψυχική λειτουργία του ανθρώπου σε ερωτήματα, σε γνώσεις, σε κατανόηση καταστάσεων “δίνω νόημα και σημασία σ’ αυτά, κατανοώ και επεξηγώ αιτιολογικά, συνδέω έννοιες μεταξύ τους, αναλογίζομαι, αποφασίζω, και κρίνω, δίνω απαντήσεις και λύσεις”. Συνοπτικά σημαίνει, την ταξινόμηση των υλικών και μη υλικών αντικειμένων του εαυτού μας και του περιβάλλοντος κόσμου.

Ακόμα άλλοι ορίζουν απλούστερα τη σκέψη σαν τη διαδικασία επίλυσης νοητικών προβλημάτων. Όργανα της συμβολικής αυτής λειτουργίας, σύμβολα της σκέψης είναι οι λέξεις. Η ομιλία εκφράζει τη σκέψη με λέξεις και υπηρετεί έτσι τη διαδικασία της ταξινόμησης που περιλαμβάνεται στη λειτουργία της σκέψης. Στο γραπτό και προφορικό λόγο εκφράζεται η σκέψη του ανθρώπου.

( Η ανάπτυξη του λόγου έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο για τη συμβολική επίλυση των προβλημάτων του που έγινε η πιο χαρακτηριστική του διαφορά από τα ζώα και αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο της ανάπτυξης του πολιτισμού.)



ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ

Το συναίσθημα προσδιορίζει τη γενική ψυχική διάθεση του ανθρώπου και την καθορίζει σε σχέση με την ένταση, τη διάρκεια και την επικοινωνία της (αντιδραστικότητα) με το περιβάλλον. Είναι η πτυχή του ψυχικού κόσμου που χρωματίζει ευχάριστα ή δυσάρεστα κάθε ανθρώπινη λειτουργία. Το συναίσθημα περισσότερο βιώνεται παρά περιγράφεται.



Η ΜΑΘΗΣΗ

Μάθηση είναι η μεταβολή της πιθανότητας απάντησης, κάτω από τις ίδιες καθορισμένες συνθήκες στις οποίες λαβαίνει χώρα η συνάφεια μεταξύ ερεθίσματος και απάντησης. Ο άνθρωπος μαθαίνει , με αυτή την έννοια , καθ΄όλη την διάρκεια της ζωής του.


Ο ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ

Είναι η λειτουργία η οποία επιτρέπει στο άτομο την οριοθέτηση και ταξινόμηση του σε σχέση με το χρόνο, τον τόπο και τον ίδιο τον εαυτό του σε κάποια δεδομένη στιγμή.

Ο προσανατολισμός είναι μια βασική προϋπόθεση για την προσαρμογή του ατόμου στο περιβάλλον του και επηρεάζει με αυτόν τον τρόπο τις σχέσεις του μ’ αυτό.

Επιμέρους στοιχεία του προσανατολισμού είναι:

α. Ο προσανατολισμός στο χρόνο

β. Ο προσανατολισμός στον τόπο

γ. Ο προσανατολισμός σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό.



Η ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ

Η νοημοσύνη είναι η ικανότητα να ανταπεξέρχεται κανείς στη ζωή, η ικανότητα να βρίσκεται σε αρμονική σχέση με τον εαυτό του και με το περιβάλλον γενικότερα.


Οι συνιστώσες αυτές τις συμπεριφοράς εκφράζονται με βασικές μορφές φυσιολογικότητας αλλά και με διάφορες μορφές διαταραχής της λειτουργίας τους.

Η αξιολόγηση, η ταξινόμηση των τυχόν διαταραχών και η σύνθεσή τους σε μία εικόνα, θα μας οδηγήσει στην έκφραση της οποίας διαγνωστικής σκέψης όσον αφορά τη συμπεριφορά ενός ατόμου.

Η λεπτομερής αναφορά όλων αυτών θα ξέφευγε από τους στόχους της εισηγήσεως μας. Αρκεί ίσως να αναφέρουμε ότι η φυσιολογική συμπεριφορά προϋποθέτει την αρμονικά συντονισμένη μεταξύ τους σχέση όπως τα καλοκουρδισμένα πλήκτρα ενός πιάνου, στο οποίο ο υπερτονισμός ενός πλήκτρου ή το αντίθετο θα χάλαγε την αρμονία. Κάτι που ισχύει και για τους μηχανισμούς άμυνας , στους οποίους θα αναφερθούμε στην συνέχεια.

Περιττό βέβαια να τονίσουμε ότι πριν ξεκινήσουμε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση θα πρέπει να είμαστε σίγουροι για την καλή λειτουργία των δικών μας ψυχικών λειτουργιών. Δε θα συνιστούσα σοβαρές διαπραγματεύσεις μετά από ξενύχτι, αλκοόλ ή χρήση αγχολυτικών.

Όλα αυτά , αλλά και συναισθήματα άγχους, θυμού, επιθετικότητας, κατωτερότητας ή το αντίθετο , αμφιθυμίας σχετικά με τους στόχους μας αλλά και φανατική βεβαιότητα θα μπορούσαν να είναι παράγοντες που θα επηρέαζαν την αρμονική έκφραση των ψυχικών μας λειτουργιών με αποτέλεσμα την όποια μορφή απόκλισης από την επιθυμητή για μας συμπεριφορά.

Πίσω όμως από τη φαινομενολογική έκφραση της συμπεριφοράς μας, κρύβονται τα κίνητρα γι’ αυτή.

Τα κίνητρα της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου εκφράζονται σαν:

§ Ορμές

§ Ενορμήσεις

§ Ανάγκες

Αλλά σε αυτά θα αναφερθούμε στην επόμενη συνάντησή μας


§

ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3


ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

(ΕΝΣΤΙΚΤΑ/ΟΡΜΕΣ-ΕΝΟΡΜΗΣΕΙΣ-ΑΝΑΓΚΕΣ)


Παρ’ όλες τις διάφορες και συχνά αντικρουόμενες αντιλήψεις πάνω στους κανόνες που διέπουν τη συμπεριφορά , οι διάφορες θεωρίες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι βασικά τρία είναι τα στοιχεία που “κινούν” την οποιαδήποτε έκφραση της, τα ένστικτα, οι ορμές (ενορμήσεις) του ατόμου και οι ανάγκες του.


Σαν ένστικτο, θεωρείται ο προσχηματισμένος φυλογενετικά τρόπος συμπεριφοράς που είναι κοινός για όλα τα ζώα ενός συγκεκριμένου είδους χωρίς αυτός να είναι συνειδητός. Ο άνθρωπος δεν χαρακτηρίζεται από ενστικτώδεις συμπεριφορές, με αυτήν την έννοια, αφού είναι σε θέση να διαφοροποιεί την συμπεριφορά του.


Σαν ορμές θεωρούμε τις τάσεις που έχει ο άνθρωπος για να ικανοποιήσει ορισμένες πρώιμες (εκ γενετής) ανάγκες του. Επειδή οι ορμές αυτές στον άνθρωπο, αργότερα, υπόκεινται σε διαφοροποίηση τέτοιου βαθμού που να εκφράζονται με διαφορετικό κατά περίσταση τρόπο, ονομάζονται συνήθως ενορμήσεις. Οταν με την σταδιακή ωρίμανση του χαρακτήρα του , το άτομο είναι σε θέση να διαχειρίζεται τις όποιες ορμές – ενορμήσεις του, τότε μιλάμε για ανάγκες τις οποίες θα τις διακρίνουμε σε πρωτογενείς- βιολογικές και δευτερογενείς – κοινωνικές.

Όπως θα δούμε όμως , υπάρχουν άτομα που παρά την όποια ηλικία τους , εμφανίζουν μια συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται , όχι από την ικανότητά τους ώριμης διαχείρισης των αναγκών τους, αλλά και οι όποιες ανάγκες τους έχουν την συναισθηματική φόρτιση , τουλάχιστον ενόρμησης και γι’ αυτό προσπαθούν να τις ικανοποιήσουν άμεσα και με οποιονδήποτε τρόπο αδιαφορώντας για τις τυχόν επιπτώσεις της συμπεριφοράς αυτής στο περιβάλλον.


Εξάλλου σαν ανάγκη περιγράφεται το φαινόμενο κατά το οποίο ο άνθρωπος “νοιώθει’’ (βιώνει) μέσα του την αναζήτηση για ένα αντικείμενο, κατάσταση, πράξη κλπ.

α. Πρώιμες ανάγκες (εκ γενετής) . Οι οποίες έχουν βιολογικό υπόστρωμα

β. Δευτερογενείς ανάγκες, τις οποίες θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε και κοινωνικές, μια και είναι επίκτητες και διαμορφώνονται ανάλογα και σε συνδυασμό με το κοινωνικό περιβάλλον.


Αποτέλεσμα του συνδυασμού των παραπάνω καταστάσεων είναι η ανάπτυξη των κινήτρων και της θέλησης. Σαν κίνητρα θεωρούνται οι συναισθηματικές αυτές καταστάσεις που προέρχονται μέσα από συγκεκριμένες ανάγκες και κινητοποιούν έναν άνθρωπο για μια ιδιαίτερη συμπεριφορά. Ενώ στην αφηρημένη έννοια τους εκφράζουν κάποιο υποθετικό παράγοντα κινητοποίησης του ατόμου για κάτι όχι οπωσδήποτε συγκεκριμένο. Η θέλησηεκφράζει την απόλυτα συγκεκριμένη τάση ικανοποίησης ενός κινήτρου.

Ο άνθρωπος είναι θεωρητικά δέσμιος των ενορμήσεών του, με την έννοια ότι κάπου - με κάποιο τρόπο και μέχρι ενός βαθμού - θα πρέπει να τις ικανοποιεί. Διαθέτει όμως μια σειρά μηχανισμών με τους οποίους μπορεί ανάλογα να τις τροποποιεί, να τις ιεραρχεί, να τις μετουσιώνει κλπ., έτσι ώστε να μπορεί ο ίδιος να ενταχθεί μέσα στο κοινωνικό σύνολο, που αποτελεί και αυτό μια από τις βασικότερες ανάγκες του. Όταν λείπει η ικανότητα αυτή, ενός κάποιου ελέγχου πάνω στις ενορμήσεις του, τότε φυσικά τα προβλήματα που ανακύπτουν δεν είναι μόνο κοινωνικά αλλά και ψυχολογικά, μια και ο έλεγχος αυτός δεν γίνεται με τίποτε άλλο παρά με τις φυσιολογικές ανθρώπινες ψυχολογικές λειτουργίες .

Στα παιδιά είναι χαρακτηριστική η αδυναμία τους να ελέγχουν, σε σχέση με τους φυσιολογικούς ενήλικες, τις ανάγκες τους ,που σ΄αυτά έχουν την ένταση ενορμήσεων.


Συχνά όμως τα όποια κίνητρα οποιασδήποτε μορφής έρχονται όχι μόνο σε σύγκρουση με την περιβάλλουσα πραγματικότητα αλλά και με άλλες εσωτερικές δυνάμεις μέσα μας με αποτέλεσμα ενδοψυχικές συγκρούσεις και παραγωγή άγχους.

Για τη διαχείριση του εσωτερικού άγχους, ο άνθρωπος διαμορφώνει σταδιακά έναν αριθμό μηχανισμών, το σύνολο των οποίων συνθέτει ένα δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς μας. Το δομικό αυτό στοιχείο που ονομάζουμε ΕΓΩ, έχει σα λειτουργία να διαχειριστεί τις εσωτερικές μας συγκρούσεις σύμφωνα με την πραγματικότητα.

Αξιολογεί δηλαδή, την πραγματικότητα και επιτρέπει τη μία ή την άλλη συμπεριφορά.

Για να εκτελέσει το έργο αυτό το ΕΓΩ εμπλουτίζεται σταδιακά με διάφορους μηχανισμούς ( μηχανισμούς άμυνας ) κατά την διάρκεια της ψυχολογικής ωρίμανσης

Οι μηχανισμοί άμυνας (του ΕΓΩ) διαμορφώνονται σταδιακά με την ψυχοκινητική ανάπτυξη του παιδιού. Δεν υπάρχουν δηλαδή «εκ γενετής». Η ποιότητά τους και η ένταση της χρήσης τους για αντιμετώπιση του άγχους στη ζωή ενός ατόμου θα εξαρτηθεί, βασικά , από τις εμπειρίες και τα βιώματα του παιδιού στα πρώτα χρόνια της ζωής του, σε σχέση με το περιβάλλον του και πάντα σε αλληλεπίδραση με το ψυχολογικό υλικό που φέρει γονιδιακά και όχι μόνο , κατά τη γέννηση.

Ετσι παρ΄όλο που θεωρητικά , κάθε άνθρωπος διαθέτει τους ίδιους μηχανισμούς άμυνας, κάθε ένας από εμάς χρησιμοποιεί κάποιους από αυτούς με διαφορετική ένταση και συχνότητα, διαμορφώνοντας έτσι τόσο μια διαφορετική δομή προσωπικότητας όσο και και έναν διαφορετικό τρόπο συμπεριφοράς ή καλύτερα , διαχείρισης των διαφόρων καταστάσεων και ιδιαίτερα αυτών που του προκαλούν αγχωτικά συναισθήματα.




ΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΓΩ

Σαν μηχανισμούς άμυνας του ΕΓΩ εννοούμε ψυχικές λειτουργίες που έχουν σκοπό να αντιμετωπίσουν ορμές του ασυνείδητου και να τις μετατρέψουν σε άλλες μορφές ψυχικής ενέργειας, για το λόγο ότι η εμφάνιση των ορμών αυτών, στην πραγματική τους μορφή, δεν επιτρέπεται από κάποιον εσωτερικό “λογοκριτή”.

Τα κίνητρα για τη μετατροπή αυτή, είναι τα δυσάρεστα συναισθήματα που συνδέονται με την τυχόν εμφάνιση των ορμών αυτών σε ένα συγκεκριμένο άτομο.

Πιο απλά , οι μηχανισμοί άμυνας του ΕΓΩ έχουν έναν και μόνο σκοπό , να διαχειριστούν αγχωτικά συναισθήματα.

Η απώθηση (D.: Verdraegung- En.: regression - Fr.: refoulement)

που σκοπό έχει να απωθήσει και να καταπνίξει στο ασυνείδητο βιώματα και εμπειρίες που η εμφάνισή τους στο συνειδητό θα συνδέονταν με τα δυσάρεστα συναισθήματα άγχους, φόβου κλπ. Η απώθηση, που όπως όλοι οι μηχανισμοί άμυνας είναι αναγκαία για την ψυχολογική ισορροπία, έχει το μειονέκτημα ότι το απωθημένο υλικό διατηρεί την συναισθηματική του φόρτιση. Γι΄αυτό τον λόγο έχουν καθοριστική σημασία για την διαμόρφωση του ψυχισμού τα απωθημένα της παιδικής ηλικίας.

Η άρνηση (D.: Verneigung- En.: negation- Fr.: negation)

Είναι ο μηχανισμός αυτός που καμιά φορά μας κάνει να μην είμαστε σε θέση να αντικρίσουμε μια κατάσταση στις πραγματικές της διαστάσεις. Π.χ. σε περίπτωση θανάτου η πιο συχνή αντίδραση είναι ΄΄δεν είναι δυνατόν΄΄ , ΄΄δεν το πιστεύω ΄΄ κ,λ,π,

Η εκλογίκευση (D.: Rationalisierung- En.: rationalization- Fr.: rationolisation)

Είναι η προσπάθεια για λογικοφανή δικαιολογία μιας πράξης - ή ενός τρόπου συμπεριφοράς - με σκοπό να την αποδυναμώσει από την πραγματική σημασία της για το άτομο. Είναι “αυτά που κάνει κρεμαστάρια, η αλεπού, μια και δεν μπορεί να τα φτάσει” .Π.χ. μετά από μια αποτυχία… ΄΄ε, δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο..΄΄

Η προβολή (D.:Projektion-En.:projection-Fr.:projection)

Είναι η μεταφορά ασυνείδητων επιθυμιών, συναισθημάτων, ορμών κλπ., ενός ατόμου προς τα έξω, προς το περιβάλλον του. Είναι ο βασικός μηχανισμός δημιουργίας παρανοϊκής σκέψης Π.χ. Ενώ, εγώ έχω επιθετικά συναισθήματα για κάποιον, θεωρώ και πιστεύω ότι αυτός θέλει το κακό μου.

Η ενδοβολή (D.: Introjektion- En.: introjection- Fr.: introjection)

Η ενδοβολή είναι ο κατ’ εξοχήν μηχανισμός σχηματισμού του ΥΠΕΡΕΓΩ (κοιν. της συνείδησης με την έννοια του εσωτερικού μας λογοκριτή) με την ενσωμάτωση των ηθικών και άλλων αξιών του οικογενειακού και αργότερα του κοινωνικού περιβάλλοντος. Η συνειδητή τήρηση των νόμων , η τήρηση του λόγου μας , οι αξίες μας στη ζωή εξαρτάται από το Υπερεγώ που διαθέτει κάθε ένας από εμάς

Η ταύτιση (D.: Identifizierung- En.: identification-Fr.: identification)

Είναι η ασυνείδητη διαδικασία με την οποία ένα άτομο προσπαθεί να μοιάσει σε κάποιο άλλο ή εξαρτά τον εαυτό του , το μέλλον του , τις προσδοκίες του από αυτό. Π.χ. είδωλα της εφηβικής ηλικίας, μαζικές ταυτίσεις πολιτών με πολιτικές προσωπικότητες κ.ά.

Η υπεραναπλήρωση ή αντιδραστική συμπτωματογένεση (Verkehrung ins Gegenteil- En.: reversal into the opposite- Fr.: renversement-d΄une pulsion- dans le contraire)

Eίναι η αντικατάσταση ασυνείδητων επιθυμιών, ενορμήσεων ή συναισθημάτων με τις ακριβώς αντίθετες, σε συνειδητό όμως επίπεδο. Πχ. επιθετικότητα προς τον πατέρα που αντικαθίσταται από υπερβολική φροντίδα γι ΄αυτόν.


Η μερική αναστολή ή τροποποίηση (D: Abaenderung)

Συμβαίνει όταν ένα άτομο “αναγκάζεται εκ των πραγμάτων” να αναστείλει ή να τροποποιήσει μια αρχική ενόρμηση, για να μπορέσει να την ικανοποιήσει έστω και μερικά.

Η μετάθεση (D.: Verschiebung-En.: displacement-Fr.: deplacement)

Που λειτουργεί με σκοπό να “εκφορτίσει” την αθροισμένη ψυχική ενέργεια μέσα από επιτρεπτές από’ τη “συνείδηση” (YΠEPEΓΩ) διαδικασίες. Π.χ. ο συναισθηματικός εγκλωβισμός ενός ατόμου σε σχέση με τις προσδοκίες του, τον γάμο του κ.α. απωθείται στο ασυνείδητο και το άγχος μετατίθεται στους κλειστούς χώρους


Σωματική μετατροπή (D: Konversion)

Είναι η σωματική έκφραση διαφόρων ενδοψυχικών συγκρούσεων , χαρακτηριστικό κυρίως υστερικών προσωπικοτήτων. Πχ. υστερικές παραλύσεις , σπαστικές καταστάσεις κα.


Η εξιδανίκευση ή ιδανικοποίηση (D.: Idealisierung-En.: idealization- Fr.: idealization)

Κατά την οποία αξιολογείται υπερβολικά η μια - ή περισσότερες - πλευρά ενός ατόμου, κατάστασης, ιδεολογίας κλπ. Χωρίς να λαμβάνονται υπ΄όψιν τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που συνιστούν και τις αντικειμενικές διαστάσεις της πραγματικότητας.


Η διανοητικοποίηση (D.: Intellektualisierung-En.: intellectualization –Fr.: intellectualization)

Στην οποία γίνεται απομόνωση του “αντικειμένου” από το συναισθηματικό τους φορτίο, έτσι ώστε να είναι πιο εύκολη η “επεξεργασία” του.


Η περιστολή του ΕΓΩ (D: Einschraekung)

Συμβαίνει συχνά σε άτομα απογοητευμένα που αναγκάζονται να “προσγειωθούν” ανώμαλα στη ζωή. Κατά κάποιο τρόπο συμβαίνει σχεδόν πάντοτε στη φάση του περάσματος από την εφηβεία στην ενηλικίωση που πολλά “όνειρα” και “επιθυμίες” αναγκαστικά μένουν στο δρόμο .Απαραίτητη για την προσαρμογή στην πραγματικότητα.


Η παλινδρόμηση (D.: Regression-En.: regression- Fr.: regression)

Μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε στάδιο της ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης και μπορεί να περιλαμβάνει ολόκληρη την προσωπικότητα ενός ατόμου. Στην περίπτωση αυτή γίνεται μια οπισθοδρόμηση του ΕΓΩ - κάτω από αβάστακτες γι’ αυτό συνθήκες - σε προγενέστερα, συνήθως προφαλλικά στάδια ( στάδια της ψυχοκινητικής ανάπτυξης ), όπου υπήρχε γι’ αυτό μια κάποια ασφάλεια. Θεωρητικά θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει φαινομενικά όλες τις ψυχικές διαταραχές σαν παλινδρόμηση σ΄αυτά τα ανώριμα στάδια.


Η μετουσίωση (D.: Sublimierung-En.: sublimation- Fr.: sublimation)

Που για τους περισσότερους συγγραφείς αποτελεί τον φυσιολογικότερο μηχανισμό άμυνας. Στη μετουσίωση έχουμε τη μετατροπή μιας “κατώτερης” σεξουαλικής ή επιθετικής ενόρμησης σε μια ανώτερη και κοινωνικά περισσότερο αποδεκτή έκφραση.


Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί άμυνας του ΕΓΩ χρησιμοποιούνται ασυνείδητα από κάθε άτομο με σκοπό να μειωθεί το εσωτερικό άγχος που θα προκύψει από μια ενδοψυχική σύγκρουση. Μέχρι ενός ορίου αποτελούν φυσιολογικούς μηχανισμούς, απαραίτητους για την ομαλή προσαρμογή του ατόμου στο περιβάλλον του. Για να επιτελέσουν την λειτουργία τους σε φυσιολογικά πλαίσια θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένοι όχι μόνο στην εξωτερική αλλά και στην εσωτερική πραγματικότητα. Το πως, το πότε και με τι αποτελέσματα χρησιμοποιούνται οι μηχανισμοί αυτοί, είναι καθοριστικοί παράγοντες για την αξιολόγησή τους. Συνήθως, χρησιμοποιούνται οι μηχανισμοί που κοστίζουν λιγότερο σε ψυχική ενέργεια. Έτσι, σε ένα άτομο που θα είχε μια αποτυχία στην προσπάθειά του για την κατάκτηση ενός υψηλού στόχου θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν, ιεραρχημένοι από οικονομική άποψη, οι παρακάτω μηχανισμοί:

– Να “μετουσιώσει” το στόχο σε κάποιον άλλο.

– Να “ρίξει νερό στο κρασί του”, περιστολή του ΕΓΩ.

– Να “εκλογικεύσει”, να πει δηλαδή “δε βαριέσαι, δεν άξιζε τον κόπο”.

– Να “απωθήσει” την αποτυχία του, οπότε στην επόμενη προσπάθεια θα είχε και το φόρτωμα της προηγούμενης.

– Να “αρνηθεί” την ύπαρξη της αποτυχίας του φτιάχνοντας ένα δικό του κόσμο και δικές του ερμηνείες – σχιζοφρένεια.









ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4



ΣΤΑΔΙΑ ΨΥΧΟΚΙΝΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

( βλ. διαφ.2)


Όπως αναφέραμε, τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια των παιδικών χρόνων από τη σχέση του παιδιού με το περιβάλλον.

Να πούμε σε παρένθεση, ότι, το παιδί δεν γεννιέται σαν ένα λευκό φύλο χαρτί πάνω στο οποίο το περιβάλλον γράφει ότι θέλει. Όταν έλθει στον κόσμο διαθέτει ήδη ένα σημαντικό ψυχολογικό υλικό τόσο από κληρονομημένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά, όσο και από την περίοδο της κύησης.

Αυτό το ψυχολογικό υλικό αλληλεπιδρά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και αποκτά εντυπώματα χαρακτηριστικών προσωπικότητας στον ψυχισμό του, που θα επηρεάσουν τη συμπεριφορά του αργότερα.

Τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά βρίσκονται σε δυναμική σχέση μεταξύ τους –σε αντίθεση με τα σωματικά- γι’ αυτό και «γηράσκουμε αεί διδασκόμενοι». Τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας διαμορφώνονται όμως στην παιδική ηλικία, σε τέσσερεις φάσεις. Κάθε φάση χαρακτηρίζεται από την απόκτηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών. Τα χαρακτηριστικά αυτά διαμορφώνονται από τη σχέση με το περιβάλλον και με τη βοήθεια των μηχανισμών άμυνας που συνθέτουν σταδιακά το ΕΓΩ του ατόμου και σκοπό έχουν τη διαχείριση του άγχους κάθε φάσης ή σταδίου.

Σήμερα θα περιγράψουμε συνοπτικά τις τέσσερεις φάσεις – στάδια και στη επόμενη συνάντηση θα αναφερθούμε στα βασικά χαρακτηριστικά που αποκτά ο ψυχισμός του ατόμου σε κάθε μία από αυτές.

Στον πίνακα 2 έχουμε σχηματικά την σχέση μεταξύ χαρακτηριστικών της προσωπικότητας- αντίστοιχης φάσης της ψυχοκινητικής εξέλιξης – την επικρατούσα σε κάθε φάση ψυχική δομή και την σταδιακή δημιουργία των μηχανισμών άμυνας του ΕΓΩ για την αντιμετώπιση του εκάστοτε άγχους.




- ΣΤΟΜΑΤΙΚΟ Η ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

Από τη στιγμή της γέννησης, το παιδί κατακλύζεται από ένα πλήθος επώδυνα ερεθίσματα σημαντικότερα των οποίων είναι το αίσθημα της πείνας και της δίψας, που αν δεν ικανοποιηθούν τότε κινδυνεύει η ύπαρξη του.

Η ικανοποίηση των αναγκών αυτών γίνεται μέσω του στόματος.

Η συμπεριφορά του καθορίζεται στο στάδιο αυτό μόνο από τις ανάγκες του, που έχουν την ποιότητα ορμής, μια και δεν επιδέχονται κανενός είδους διαχείριση από το ίδιο. Τίποτε άλλο δεν λαμβάνει υπόψη του. Γι΄αυτό και το στάδιο αυτό ονομάζεται ναρκισσιστικό.

Μηχανισμοί άμυνας ακόμα δεν έχουν διαμορφωθεί. Το υπαρξιακό άγχος που εκλύεται από τη μη ικανοποίηση των αναγκών- ορμών του δεν έχει άλλο τρόπο παρά να το αρνηθεί και να αποσύρει την όποια επικοινωνία του με το περιβάλλον. Η άρνηση είναι ο αρχαιότερος και πιο παθολογικός ίσως, μηχανισμός άμυνας του ατόμου.


- ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

Στην οριακή περίοδο, μεταξύ των δύο σταδίων( ναρκισσιστικού και ψυχαναγκαστικού ) το υπαρξιακό άγχος των πρώτων μηνών αντικαθίσταται από το άγχος πιθανής απώλειας του αντικειμένου αυτού που καθημερινά του δίνει λύσεις και ικανοποιεί τις πρωτοπαθείς υπαρξιακές του ανάγκες, μέχρις ότου πια βεβαιωθεί, από την καθημερινή εμπειρία, ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Είναι το στάδιο της «αγκαλίτσας», της συμβιωτικής εξαρτητικής σχέσης με τη μαμά (κυρίως) και το μπαμπά.

Τυχόν αρνητικά – επιθετικά συναισθήματα προς το πρωτοπαθές αντικείμενο συναισθηματικής επένδυσης ( μαμά), αναστέλλονται και παραμένουν σαν τέτοια μέσα στον ψυχισμό του βρέφους δημιουργώντας έτσι τις ρίζες μιας, αργότερα, πιθανής καταθλιπτικής τάσης.


- ΠΡΩΚΤΙΚΟ Η ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

Παράλληλα, η ωρίμανση του ΚΝΣ οδηγεί στην αυτόματη λειτουργία των σφιγκτήρων του που μάλιστα μπορεί να ελέγχει το ίδιο κατά βούληση. Η λειτουργία αυτή των σφιγκτήρων του παρέχει τα πρώτα στοιχεία ελέγχου και εξουσίας στη ζωή του. Εξουσία που ασκείται πρωταρχικά απέναντι στον εαυτό του και επεκτείνεται με το χρόνο και στους άλλους, αφού και αυτοί τώρα ασχολούνται και απαιτούν περισσότερη και τακτική καθαριότητα.

Παράλληλα , λόγω της κινητικότητάς του, αρχίζουν τα ΄΄μη΄΄ και τα ΄΄όχι΄΄ από το περιβάλλον , διαμορφώνοντας στο στάδιο αυτό έναν εσωτερικό λογοκριτή

( ΥΠΕΡΕΓΩ), που θα είναι αυτός που θα ελέγχει από εδώ και πέρα τις πράξεις του

Το παιδί αποκτά έτσι ένα νέο στοιχείο στη δομή της προσωπικότητάς του μέσα στο οποίο αντιπροσωπεύονται αρχικά οι γονεϊκές εντολές και αργότερα οι κανόνες του περιβάλλοντος. ΄ Ελλειψη ή ατελής ανάπτυξη του στοιχείου αυτού θα χαρακτηρίζει τύπους προσωπικότητας χωρίς ηθικές ή νομικές κοινωνικές αναστολές που σκοπό θα έχουν την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών χωρίς να λαμβάνουν υπ΄όψιν τους τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς τους στο περιβάλλον.


- ΦΑΛΛΙΚΟ Η ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΟΙΔΙΠΟΔΕΙΟΥ ΨΥΧΟΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΟΣ

Η πλήρης συνειδητοποίηση της διαφοράς των γεννητικών οργάνων είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο της φάσης αυτής. Είναι η φάση της συνειδητοποίησης του φύλλου, του διαχωρισμού σε αγόρι και κορίτσι. Αποτέλεσμα του διαχωρισμού αυτού είναι η ασυνείδητη έλξη προς το γονέα του αντίθετου φύλου, σε πρώτη φάση και η ταύτιση με το ομόφυλο γονέα σε δεύτερη.

Το αντίστοιχο άγχος τιμωρίας από τον ισχυρότερο ομόφυλο γονιό οδηγεί σε εκλογίκευση της επιθετικότητας του απέναντι σ’ αυτόν, την εξιδανίκευσή του και την ταύτιση μαζί του (με την εξιδανικευμένη εικόνα του) ώστε αργότερα να μπορέσει να κατακτήσει τον ετερόφυλο γονιό.

Αργότερα, η ασυνείδητη αυτή έλξη θα προσανατολισθεί προς τους εκπροσώπους του ετερόφυλου γονιού στο περιβάλλον.

Αυτό θα γίνει κατά την εφηβεία, όταν οι ορμονικές αλλαγές θα του ξυπνήσουν τις σεξουαλικές ανάγκες.


- ΛΑΝΘΑΝΟΝ ΣΤΑΔΙΟ Ή ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ ΦΑΣΗ

Είναι η φάση αυτή που υποχωρούν οι εντάσεις των διαπροσωπικών σχέσεων μέσα στην οικογένεια, το παιδί ΄΄βγαίνει΄΄ από το σπίτι , έρχεται σε επαφή με άλλα παιδάκια , οι συναισθηματικές επενδύσεις αποκτούν αντικείμενα επένδυσης από το περιβάλλον. Είναι το στάδιο του πολυπαιχνιδισμού. Τα παιδιά στην ηλικία αυτή παίζουν χωρίς διάκριση με όλα τα άλλα παιδάκια της ηλικίας τους




- Η ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ

Στη φάση της εφηβείας , με την ορμονική ωρίμανση , η συναισθηματική ενέργεια επιστρέφει στο παιδί που τώρα αρχίζει να κάνει επιλεκτικές επενδύσεις σε φίλους, ενδιαφέροντα , ιδέες κ.λ.π.


Η εξαιρετικά περιληπτική αυτή αναφορά στα στάδια ή φάσεις τις ψυχοκινητικής εξέλιξης έχει το μειονέκτημα να παραλείπει τη συντριπτική πολυμορφία των σταδίων αυτών. Το αναφέρουμε μόνο για να μας βοηθήσουν να περιγράψουμε και πάλι συνοπτικά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που διαμορφώνονται σε κάθε ένα από αυτά.

Σε κάθε στάδιο ή φάση ο ψυχισμός εμπλουτίζεται με χαρακτηριστικούς μηχανισμούς άμυνας ενισχύοντας και ωριμάζοντας έτσι το ΕΓΩ τοα ατόμου.

Ένα φυσιολογικό άτομο, δεν διαθέτει μόνο την ικανότητα διαχείρισης όλων των μηχανισμών αυτών σύμφωνα με την πραγματικότητα , αλλά και στην περίπτωση που στον ψυχισμό του αντιπροσωπεύονται κυρίως τα χαρακτηριστικά του ενός ή του άλλου σταδίου, η διαφορά από την αντίστοιχη πιθανή παθολογική έκφραση θα εξαρτάται από την ικανότητά του να τα διαχειρίζεται ή να τον διαχειρίζονται αυτά.

Για παράδειγμα, το χαρακτηριστικό της ΄΄ αξιολόγησης του μέρους έναντι του όλου΄΄ ( ένα χαρακτηριστικό της πρωϊμης βρεφικής ηλικίας, κατά την οποία το βρέφος δεν αναγνωρίζει την μητέρα του ως σύνολο αλλά από τα επι μέρους στοιχεία της όπως ο τόνος της φωνής της, η δερματική επαφή , η λάμψη των ματιών της , η μυρωδιά της ή η γεύση του στήθους της, αξιολογώντας πάντα αυτό που έχει ανάγκη), όταν το διαχειρίζεσαι το χρειάζεσαι π.χ. με την έννοια της αφαίρεσης στη ζωγραφική , στη ποίηση και όχι μόνον , όταν όμως σε διαχειρίζεται συμμετέχει στην έκφραση της σχιζοφρένειας, γιατί το αποτέλεσμά του είναι η διαταραχή της επαφής με την πραγματικότητα.





ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5


ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΝ ΨΥΧΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΟΚΙΝΗΤΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ

( βλ. διαφ. 3,4,5,6,)


Είπαμε ότι ο άνθρωπος δεν έρχεται στον κόσμο σαν ένα λευκό φύλλο χαρτί πάνω στο οποίο θα κάνει τις όποιες καταγραφές του το περιβάλλον. Κατά την γέννησή του διαθέτει ήδη ένα μεγάλο μέρος ψυχολογικού υλικού , τόσο γονιδιακά κληρονομημένο , όσο και από την περίοδο της ανάπτυξής του στην κοιλιά της μητέρας του. Το περιβάλλον έρχεται λοιπόν να διαμορφώσει το υλικό αυτό σε κάποιας μορφής σταθερές δομές. Η διαμόρφωση αυτή δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος αλλά και από τις αντοχές του υλικού. Π.χ. εάν το κατά την γέννηση ψυχολογικό υλικό το παρομοιάσουμε με ένα κομμάτι μάρμαρο, τότε το μάρμαρο αυτό μπορεί να είναι καλής ποιότητας και να αντέχει ή να είναι κακής ποιότητα και να σπάει εύκολα. Η ίδια σφυριά ( εμπειρία – βίωμα) από το περιβάλλον θα αφήσει στα διαφορετικά μάρμαρα διαφορετικό εντύπωμα. Γι΄αυτό και δεν υπάρχουν πατέντες διαπαιδαγώγησης που να είναι καλές για όλους.

Στο κεφάλαιο αυτό , λαμβάνοντας υπ΄όψιν όλα τα πάρα πάνω, θα περιγράψουμε την διαμόρφωση κάποιων βασικών χαρακτηριστικών που καταγράφονται στον ψυχισμό ενός ατόμου σε διάφορα στάδια. Η σύνθεση των χαρακτηριστικών αυτών θα αποτελέσει και την έκφραση της προσωπικότητάς του αργότερα. Για την κατανόηση της διαμόρφωσης των χαρακτηριστικών αυτών θα πρέπει να φέρουμε στο μυαλό μας την περιγραφή των σταδίων του προηγούμενου κεφαλαίου.

Έτσι, στο Ναρκισσιστικό ή στοματικό στάδιο καταγράφονται:



Στο Οριακό καταγράφονται:





Στο ψυχαναγκαστικό καταγράφονται:





Στο Υστερικό - Οιδιπόδειο στάδιο καταγράφονται:


Τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε σε κάθε στάδιο συνθέτουν στο σύνολό τους την προσωπικότητα ενός ατόμου. Θεωρητικά , όλα τα άτομα διαθέτουν το σύνολο των χαρακτηριστικών που περιγράψαμε. Πρακτικά όμως , κάθε ένας θα καταγράψει κάποια από αυτά με διαφορετική ένταση , ανάλογα με την ένταση των βιωμάτων και εμπειριών του σε κάθε στάδιο. Η τελική σύνθεση των χαρακτηριστικών αυτών θα είναι διαφορετική σε κάθε άτομο , δημιουργώντας έτσι και τους διαφορετικούς χαρακτήρες και προσωπικότητες.

ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6


ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

( βλ. διαφ. 7 , 8,9,10,11)

Προσκόλληση του ψυχισμού σε κάποιο από τα στάδια θα οδηγήσει είτε φυσιολογικά σε αντίστοιχους τύπους προσωπικότητας είτε παθολογικά σε αντίστοιχες ψυχιατρικές κλινικές εικόνες, αυτές που χαρακτηρίζουμε σαν ψυχιατρικές διαταραχές.


Το ψυχοδυναμικό αυτό μοντέλο ερμηνείας των ψυχιατρικών διαταραχών στηρίζεται στην αρχή ότι η ψυχιατρική νόσος είναι αποτέλεσμα ενδοψυχικών συγκρούσεων που το άτομο διαχειρίζεται με ανώριμους μηχανισμούς άμυνας με αποτέλεσμα τη δημιουργία συμπτωμάτων ή διαταραχών της συμπεριφοράς.

Παρόμοια όμως στοιχεία σε μικρότερο φυσικά βαθμό, θα παρατηρήσουμε και στις αντίστοιχες μορφές προσωπικότητας.

Οι ενδοψυχικές συγκρούσεις οφείλονται σε σύγκρουση του κόσμου των συνειδητών ή ασυνείδητών επιθυμιών και αναγκών το οποίο ονομάσθηκε ΑΥΤΟ ή ΠΡΟΕΓΩ, το περιβάλλον σε πρώτη φάση ή την αντιπροσώπευση του στον ψυχισμό του ατόμου που ονομάσθηκε ΥΠΕΡΕΓΩ και η οποία σύγκρουση γίνεται στο επίπεδο της πραγματικότητας που αντιπροσωπεύεται στους μηχανισμούς άμυνας του ΕΓΩ. Στις περιπτώσεις των ψυχιατρικών κλινικών εικόνων έχουμε τις πάρα κάτω μορφές σύγκρουσης:



ΨΥΧΩΣΕΙΣ

Εδώ περιλαμβάνεται μια ομάδα ψυχώσεων κυριότερα χαρακτηριστικά των οποίων είναι η βαριά διαταραχή της προσωπικότητας, η διαταραχή της σκέψης και η διαταραχή του συναισθήματος. Η εικόνα συνοδεύεται συχνά από παραλήρημα οπτικού ή ακουστικού τύπου, ψυχοσωματικά συμπτώματα κλπ.


ΝΕΥΡΩΣΕΙΣ

Οι νευρώσεις είναι “ψυχικές διαταραχές χωρίς οργανικό υπόστρωμα κατά τις οποίες ο ασθενής διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την αντικειμενική σχέση με την πραγματικότητα και δεν συγχέει τα υποκειμενικά παθολογικά του ενοχλήματα, βιώματα και φαντασίες με αυτή. Η συμπεριφορά μπορεί να επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό, η προσωπικότητα όμως παραμένει ακέραια”.

Από ψυχοδυναμική άποψη ο όρος “νευρωτικές διαταραχές” περιλαμβάνει ένα πλήθος συμπτωμάτων τα οποία εμφανίζονται σαν αποτέλεσμα διαταραχής των σχέσεων μεταξύ του ΕΓΩ και απωθημένων ενορμήσεων του ΑΥΤΟ. Η διαταραχή αυτή στη σχέση μεταξύ του ΕΓΩ και των ενορμήσεων του ΑΥΤΟ οφείλεται στη σύγκρουση των ενορμήσεων αυτών με το ΥΠΕΡΕΓΩ, το ΙΔΑΝΙΚΟ ΕΓΩ ή και το περιβάλλον του ασθενή. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής είναι η δημιουργία άγχους ή άλλων δυσάρεστων για τον ασθενή, συναισθημάτων. Το ΕΓΩ καλείται τότε να ανατρέψει τη συνειδητή βίωση των συναισθημάτων αυτών, που θα ήταν ανυπόφορη για τον ασθενή. Για το σκοπό αυτό κινητοποιεί μηχανισμούς άμυνας, με ένα ιδιαίτερο όμως, όχι φυσιολογικό τρόπο, αποτέλεσμα των οποίων είναι η δημιουργία κλινικών εικόνων που χαρακτηρίζονται σαν νευρώσεις.


ΠΑΡΑΝΟΙΑ

Χρόνια ψύχωση με συστηματικοπoιημένο παραλήρημα που από άποψη περιεχομένου φαίνεται να αγγίζει την πραγματικότητα, γι’ αυτό και συχνά γίνεται πιστευτό.

Ελαφρές μορφές παράνοιας ανευρίσκονται ενταγμένες σε μεθοριακές κοινωνικές ομάδες πολιτικής, θρησκευτικής ή άλλης ιδεολογικής απόκλισης.

Η διαταραχή της σκέψης αφορά μόνο το συστηματοποιημένο παραλήρημα που χαρακτηρίζει το περιεχόμενο της παράνοιας ενώ παραμένουν ανέπαφα όλα τα άλλα επίπεδα της επικοινωνίας του ατόμου με το περιβάλλον του. Όταν λέμε συστηματικοποιημένο εννοούμε παραλήρημα με σταθερό περιεχόμεο.

ΟΙ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ


Στις διαταραχές της προσωπικότητας ανήκουν άτομα με βαθιά ριζωμένες στο χαρακτήρα τους διαταραχές της συμπεριφοράς τους. Οι διαταραχές αυτές της συμπεριφοράς γίνονται συνήθως εμφανείς κατά την εφηβεία, πολλές φορές και πιο μπροστά, εξακολουθούν να υπάρχουν κατά την ενηλικίωση και πρακτικά συνοδεύουν το άτομο για όλη του τη ζωή.

Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά των διαταραχών αυτών, είναι ότι το άτομο το ίδιο δεν αισθάνεται να υποφέρει παρόλο που το περιβάλλον του, του επισημαίνει τη διαταραγμένη συμπεριφορά του και συχνά υποφέρει αυτό από αυτή.

Ιδιαίτερα τα ψυχοπαθητικά άτομα που χαρακτηρίζονται από αντικοινωνική συμπεριφορά, αποτελούν ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα.

Ψυχοδυναμικά, για την ερμηνεία της συμπεριφοράς των ψυχοπαθητικών ατόμων ενοχοποιείται μία ατελής ανάπτυξη ή και απουσία του ΥΠΕΡΕΓΩ. Έτσι το ψυχοπαθητικό άτομο δεν “καθρεφτίζει” εσωτερικά την συμπεριφορά του, δεν τη θέτει σε ερώτημα, δεν τη λογοκρίνει και την εκφράζει χωρίς αναστολές. Λόγω των “ατελειών” (defekts) ή της έλλειψης των αντίστοιχων υπερεγωτικών στοιχείων, το ΕΓΩ συντονίζεται με το ΑΥΤΟ έτσι ώστε, προεγωτικά στοιχεία (ορμές, ενορμήσεις, ανάγκες και επιθυμίες) εκφράζονται χωρίς την διορθωτική παρέμβαση του ΥΠΕΡΕΓΩ. Η ύπαρξη του ΕΓΩ επιτρέπει την συνειδητοποίηση της συμπεριφοράς (δεν υπάρχει το ακαταλόγιστο των σχιζοφρενών), αλλά η απουσία του ΥΠΕΡΕΓΩ επιτρέπει και την έκφραση της συμπεριφοράς αυτής χωρίς αναστολές.

Στην περίπτωση που η συμπεριφορά του ατόμου με διαταραχή της προσωπικότητας έρχεται σε σύγκρουση με τα κοινωνικά πλαίσια , ( αντικοινωνική συμπεριφορά ) , η κοινωνία για να μας προστατεύσει από αυτούς , αλλά και εμάς τους ίδιους από τα δικά μας ψυχοπαθητικά στοιχεία, έχει συστήσει έναν τεχνητό ΥΠΕΡΕΓΩ, που είναι οι νόμοι και οι αστυνόμοι.

Πέρα όμως από την παθολογική έκφραση των διαφόρων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας που συνιστούν ψυχιατρική διαταραχή , παρόμοια χαρακτηριστικά , σε μικρότερο βαθμό έντασης έκφρασης , θα βρούμε και σε αντίστοιχες προσωπικότητες που κατατάσσονται στα ευρύτερα φυσιολογικά όρια.

Συνοψιζοντας βλ . διαφ 12, 13,14,15,16

bottom of page